πεπρωμένα

πεπρωμένα
πόρω
furnish
perf part mp neut nom/voc/acc pl
πεπρωμένᾱ , πόρω
furnish
perf part mp fem nom/voc/acc dual
πεπρωμένᾱ , πόρω
furnish
perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Πεπρωμένα — Πεπρωμένᾱ , Πεπρωμένη fem nom/voc/acc dual Πεπρωμένᾱ , Πεπρωμένη fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμέν' — πεπρωμένα , πόρω furnish perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπρωμένε , πόρω furnish perf part mp masc voc sg πεπρωμέναι , πόρω furnish perf part mp fem nom/voc pl πεπρωμένᾱͅ , πόρω furnish perf part mp fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεπρωμέν' — Πεπρωμένᾱͅ , Πεπρωμένη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πεπρωμέναν — Πεπρωμένᾱν , Πεπρωμένη fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεπρωμέναν — πεπρωμένᾱν , πόρω furnish perf part mp fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μικρόκοσμος — Στη φυσική και γενικά στις φυσικές επιστήμες (χημεία, βιολογία κλπ.), ο όρος σημαίνει τον κόσμο των πολύ μικρών διαστάσεων, τον κόσμο του αόρατου με γυμνό οφθαλμό. Είναι τα άτομα και τα μόρια, τα πρωτόνια και τα νετρόνια, τα κύτταρα και οι ιοί… …   Dictionary of Greek

  • μοιρίδιος — μοιρίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) [μοίρα] 1. προσδιορισμένος από τη μοίρα, πεπρωμένος, μοιραμένος («μοιρίδιον ἆμαρ», Πίνδ.) 2. αυτός που καθορίζει τη μοίρα κάποιου («μοιρίδιοι αστέρες», Ορφ. Ύμν.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοιρίδια τα… …   Dictionary of Greek

  • μοιροχάρτι — το κατάστιχο τή μοίρας στο οποίο, κατά τη λαϊκή πίστη, είναι γραμμένα τα πεπρωμένα τών ανθρώπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα «πεπρωμένο» + χαρτί] …   Dictionary of Greek

  • μοιρώ — μοιρῶ, άω (Α) [μοίρα] 1. διανέμω, μοιράζω 2. μέσ. μοιρῶμαι, άομαι α) μοιράζομαι με άλλους β) παίρνω κάτι ως μερίδιο, ως κλήρο μου γ) διασπῶ 3. παθ. τήκομαι, λειώνω 4. (ο παθ. παρακμ. στο γ εν. πρόσωπο ως απρόσ.) μεμοίραται είναι πεπρωμένο, είναι… …   Dictionary of Greek

  • πεπρωμένος — η, ο / πεπρωμένος, η, ον, ΝΑ 1. γραμμένος από τη μοίρα, μοιραίος 2. το ουδ. ως ουσ. το πεπρωμένο(ν) το ορισμένο από τη μοίρα, το γραφτό, η ειμαρμένη 3. φρ. «τὸ πεπρωμένον φυγεῑν ἀδύνατον» είναι αδύνατον να αποφύγει κανείς ό,τι είναι καθορισμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”